- θειλόπεδον
- θειλό-πεδον, τό,A sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od.7.123, AP6.169, 9.586 (Comet.), Sch.E.Or.1492;
θειλοπέδου τρόπον Dsc.1.32
; v. εἱλόπεδον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειλοπέδου τρόπον Dsc.1.32
; v. εἱλόπεδον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… … Dictionary of Greek
θειλόπεδον — sunny spot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδοις — θειλόπεδον sunny spot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδου — θειλόπεδον sunny spot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδων — θειλόπεδον sunny spot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδῳ — θειλόπεδον sunny spot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλόπεδα — θειλόπεδον sunny spot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπεδεύω — (Α) [θειλόπεδον] ξεραίνω στον ήλιο, κυρίως σταφύλια … Dictionary of Greek